- ἀπορριφή
- ἀπο-ρρῐφή, ἡ,A being cast out, Sch.E.Hec.675.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀπορριφῇ — ἀπορρῑφῇ , ἀπορρίπτω throw away aor subj pass 3rd sg ἀπορριφή being cast out fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπορριφῆς — ἀπορριφή being cast out fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπορριφήν — ἀπορριφή being cast out fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)